6972755552, 6986933787 info@gonis.org.gr
 
ΓΟΝ.ΙΣ.

ΕΙΜΑΣΤΕ
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΓΟΝΕΙΣ

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΜΕΡΟΠΗ ΧΟΡΕΥΤΑΚΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΠΑ

  Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια να ορίσουμε την ψυχική
ανθεκτικότητα καθώς και το πώς ο καθε ανθρωπος ανταπεξέρχεται. Στην συνέχεια
παραθέτουμε αναλυτικά ατομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που είναι σε
θέση να προστατέψουν ή να θέσουν σε κίνδυνο την ψυχική υγεία. Για την θεωρητική
μελέτη του συγκεκριμένου θέματος ερευνήθηκε διεξοδικά η εγχώρια και η διεθνής
βιβλιογραφία. Τέλος, όπως διαπιστώθηκε από την διεθνή βιβλιογραφία , ερευνώνται
και αναλύονται στρατηγικές αντιμετώπισης που χρησιμοποιούνται σε προγράμματα
προαγωγής ψυχικής ευημερίας.


     Επιβαρυντικοί παράγοντες


  Στους παράγοντες επικινδυνότητας συγκαταλέγεται οποιαδήποτε αρνητική εμπειρία
ή δύσκολη κατάσταση που αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να παρουσιάσει ο ανθρωπος    δυσκολίες στην ψυχοκοινωνική του προσαρμογή ή ψυχολογικά προβλήματα.
Στη διεθνή βιβλιογραφία διακρίνονται δυο κατηγορίες, οι ατομικοί παράγοντες (risk
traits) που αφορούν βιολογικά και ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά και οι
περιβαλλοντικοί παράγοντες (contextual risks) που εντοπίζονται στα πλαίσια του
σχολείου, της κοινωνίας και της οικογένειας καθώς και τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής
(stressful life events) ( Fraser, 1997). Οι επιβαρυντικοί παράγοντες φαίνεται να
αποτελούν πιο πολύ ένα προβλεπτικό παράγοντα αναπτυξιακών προβλημάτων παρά
να σηματοδοτούν την έναρξη και διατήρηση διαταραχών. Άλλωστε η βαρύτητα του
εκάστοτε παράγοντα διακυμαίνεται ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τη φυλή ή το
περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται ο ανθρωπος.


Ατομικά χαρακτηριστικά που μπορούν να δυσκολέψουν τη ζωή ενός ανθρώπου είναι
το χαμηλό νοητικό επίπεδο, η δύσκολη ιδιοσυγκρασία, οι γενετικές ανωμαλίες, η
νοητική υστέρηση, το χαμηλό βάρος γέννησης οι σωματικές αναπηρίες, το παιδικό
άγχος, οι τραυματικές καταστάσεις, οι δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές και η
χαμηλή σχολική απόδοση.


Τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής χωρίζονται α) στα μείζονα γεγονότα, όπως ο
θάνατος κάποιου οικογενειακού μέλους, αποχωρισμοί, γέννηση ενός παιδιού,
διαζύγιο, έντονες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, εγκατάλειψη από γονέα, σχολικός              εκφοβισμός και β) καθημερινές ενοχλήσεις όπως καυγάδες με κάποιο μέλος της
οικογένειας.


Εστιάζοντας στην παιδική ηλικία μελέτες έχουν δείξει ότι παιδιά που ζουν σε
συνθήκες οικονομικής ένδειας θεωρούνται πιο επιρρεπή να εκδηλώσουν ελλιπή
ακαδημαϊκά αποτελέσματα. Ωστόσο η φτώχεια αυτή καθαυτή δεν δικαιολογεί γιατί
υπάρχει αυτός ο κίνδυνος αλλά φαίνεται πως επηρεάζει τις συνθήκες διαβίωσης,
όπως είναι οι λιγοστοί οικονομικοί πόροι, η χαμηλού επιπέδου επαγγελματική
απασχόληση των γονέων, η χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση του παιδιού, οι
επικίνδυνες γειτονιές και η ελάχιστη κοινωνική υποστήριξη. Επίσης περιορισμένα
οικογενειακά εισοδήματα εμποδίζουν την κατάλληλη διατροφή και ιατρική φροντίδα.
Οι επαπειλητικοί παράγοντες που συσσωρεύονται στη ζωή του παιδιού είναι πιθανό
να επηρεάσουν τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, αυτό όμως δε συμβαίνει πάντοτε. Οι
πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου αυξάνουν την ευπάθεια, αλλά τα κατώτατα όρια
ποικίλλουν ως προς το πόσο θα είναι αυτή η ευπάθεια (Moore, 2013). Ερευνητές
υποστηρίζουν πως ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης για κατά πόσον ένας μαθητής
θα βιώσει ακαδημαϊκές δυσκολίες στο μέλλον δεν είναι ένα μεμονωμένο αρνητικό
γεγονός, αλλά ένα σύνολο δυσκολιών σε διάφορους τομείς (Doll, Jones, Osborn,
Dooley, & Turner, 2011).


Το σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του παιδιού, σχολικοί
παράγοντες ενισχύουν ή βλάπτουν την ψυχική υγεία των νέων. Έφηβοι με χαμηλή
βαθμολογία τείνουν να έχουν πιο «ριψοκίνδυνες» για την υγεία τους συμπεριφορές,
όπως πρόωρη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας, εγκυμοσύνη, χρήση ουσιών,
συναισθηματικές διαταραχές και βία. Αντίθετα, οι έφηβοι που είναι στενά
συνδεδεμένοι με το σχολικό περιβάλλον, αλλά και την οικογένεια, δείχνουν να είναι
λιγότερο επιρρεπείς σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Το σχολείο και οι συμμαθητές
έχουν αποδειχθεί ότι επηρεάζουν έντονα την έναρξη και την εξέλιξη μιας
«ριψοκίνδυνης» για την υγεία δραστηριότητας των νεαρών ατόμων (Rew & Horner,
2003).


Ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας επίσης στην παιδική ηλικία είναι η
συναισθηματική όσο και η σεξουαλική κακοποίηση. Η κακοποίηση έχει συνδεθεί
μάλιστα με την ανάπτυξη αποδιοργανωτικού τύπου προσκόλλησης. Άλλες αντίξοες
οικογενειακές συνθήκες είναι η παραμέληση, η έλλειψη υποστήριξης από τους
γονείς, ένας γονιός με νοητική ασθένεια, η αυτοκτονία ή φόνος κάποιου μέλους, το
διαζύγιο/ διάσταση γονέων και δεύτερος ή τρίτος γάμος. Επιπρόσθετα, η χρήση                           ουσιών από την μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επιφέρει
σοβαρά σωματικά και συναισθηματικά προβλήματα στα παιδιά, τα οποία όμως είναι
κατά βάση περιβαλλοντικής προέλευσης.


Ο κίνδυνος για την προσαρμογή μπορεί να προέλθει είτε από χρόνιες καταστάσεις
όπως είναι είναι η μετανάστευση- παλινόστηση, η φτώχεια, οι πόλεμοι, οι σεισμοί, οι
πυρκαγιές και οι πλημμύρες. Είτε από οξύ τραύμα όπως τα ατυχήματα και οι
ληστείες.


Όταν γίνεται η συσσώρευση διαφόρων αρνητικών γεγονότων στη ζωή ενός ανθρώπου
είναι ικανοί να πολλαπλασιάσουν τις συνέπειες τους. Για παράδειγμα, όταν το παιδί
καλείται να αντιμετωπίσει έναν αρνητικό παράγοντα, υπάρχει σχετικά μικρός ο
κίνδυνος για την ψυχολογική του επάρκεια και την ψυχική του υγεία, ενώ όσο
αυξάνονται οι παράγοντες επικινδυνότητας που έχει να αντιμετωπίσει, αυξάνεται
πολλαπλασιαστικά και ο κίνδυνος. Η μελέτη της επίδρασης πολλών αρνητικών
γεγονότων ζωής στην ψυχολογική επάρκεια του παιδιού βασίζεται στο γεγονός ότι οι
παράγοντες επικινδυνότητας τείνουν να συνυπάρχουν, με αποτέλεσμα το παιδί συχνά
να αντιμετωπίζει περισσότερους του ενός παράγοντες επικινδυνότητας (Μόττη -
Στεφανίδη, 2006). Οι πολλαπλοί παράγοντες είτε δρουν συγχρόνως είτε αλυσιδωτά
κατά τη διάρκεια της ζωής επηρεάζοντας την ψυχική υγεία.


Επιπλέον , πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους παράγοντες επικινδυνότητας
μπορούν να είναι εν δυνάμει προστατευτικοί. Προς την μια κατεύθυνση αποτελούν
παράγοντα επικινδυνότητας και προς την άλλη προστατευτικό παράγοντα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα διπολικών παραγόντων αποτελούν η γονική φροντίδα,
η οργάνωση και συνοχή της γειτονιάς, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων κτλ.
Οι επιπτώσεις από αυτούς τους παράγοντες μπορούν να συσσωρευτούν και το
αποτέλεσμα να είναι εξαιτίας αυτής της συσσώρευσης και όχι από έναν μόνο
παράγοντα. Τα αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να είναι δραματικά, αν συνυπάρχουν
ή αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου και οι επιπρόσθετοι κίνδυνοι έχουν
πολλαπλασιαστικά παρά προσθετικά αποτελέσματα.


Για αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε πως ο κίνδυνος δεν συνεπάγεται με
πεπρωμένο. Καθώς άτομα που έχουν εκτεθεί σε χρόνιες αντιξοότητες κατορθώνουν
να τα ξεπεράσουν και να προσαρμοστούν. Μάλιστα οι ικανότητες τους σε άλλους
τομείς συμβάλλουν στην ψυχική ανθεκτικότητα δίνοντας τη δυνατότητα να
αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις και να πετύχει μελλοντικά. Έτσι προέκυψαν                          μελέτες για τους προστατευτικούς παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν αντισταθμιστικά
με έμφαση στην λειτουργία της ψυχικής ανθεκτικότητας.


      Ψυχική Ανθεκτικότητα


Η «Ψυχική Υγεία» αφορά την νοητική, κοινωνική και συναισθηματική μας
ευημερία. Είναι μια κατάσταση συναισθηματικής ευεξίας όπου ο ανθρωπος 
απαλλαγμένος από ψυχική διαταραχή ,είναι λειτουργικός και ικανός να αξιοποιεί τις
δυνατότητές του, ανταπεξέρχοντας επαρκώς στην καθημερινότητά. Η Διεθνή
Ερευνητική Μελέτη Ψυχικής Ανθεκτικότητας (Grotberg,1995) υποστηρίζει ότι η
ψυχική ανθεκτικότητα αποτελεί μια παγκόσμια δυνατότητα που καθιστά ικανό ένα
προσωπο , μια ομάδα ή μια κοινότητα να προλαμβάνει , να ελαχιστοποιεί ή να ξεπερνά
τις δραματικές συνέπειες της εκάστοτε και όποιας μορφής αντιξοότητας. Σε αυτούς
τους παράγοντες και τα χαρακτηριστικά, ακριβώς, εστίασαν και οι πρώτες μελέτες
της ψυχικής ανθεκτικότητας. Με την πάροδο του χρόνου κατέστη σαφές, ότι για την
πλήρη κατανόηση της είναι αναγκαίοι κάποιοι μεμονωμένοι περιβαλλοντικοί
παράγοντες, αλλά δεν επαρκούν. Η συστημική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρωπου και
περιβάλλοντος , αλλά και μεταξύ ανθρώπου και αποτελέσματος είναι εκείνες που
παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για την ψυχική ακεραιότητα του ανθρώπου (Tusaie
& Dyer,2004). Επομένως, τις τελευταίες δεκαετίες οι ορισμοί της ψυχικής
ανθεκτικότητας έγιναν όλο και πιο δυναμικοί και βασίστηκαν στην θεωρία των
συστημάτων. Σε γενικές γραμμές , η ψυχική ανθεκτικότητα (resilience) μπορούμε να
πούμε ότι καθορίζεται από την επίδραση παραγόντων επικινδυνότητας σε
αλληλεπίδραση με την δράση θετικών δυνάμεων, που συμβάλουν στην προσαρμογή
και την επάρκεια (competence) του ατόμου .Οι Masten και Coatsworth (1998) θα
διατυπώσουν την έννοια πιο σφαιρικά ορίζοντάς την ως «την εκδηλούμενη επάρκεια
του ατόμου στις σημαντικές προκλήσεις και απαιτήσεις που θέτει το περιβάλλον για
προσαρμογή και ανάπτυξη». Σύμφωνα με τους παραπάνω, η δομή της ψυχικής
ανθεκτικότητας βασίζεται σε δυο παράγοντες, αρχικά στην παρουσία απειλής για την
ανάπτυξη του προσωπου και σε παρόντες ή παρελθόντες κινδύνους που έχουν την
ικανότητα να διαταράξουν την ομαλή ανάπτυξη. Πολλές φορές οι κίνδυνοι είναι                      πραγματικά βασικοί προγνωστικοί δείκτες των δυσμενών αποτελεσμάτων .
Επομένως, βασική προϋπόθεση για την εκδήλωση της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι
η παρουσία από τη μια ενός κινδύνου και από την άλλη των προστατευτικών
παραγόντων που θα βοηθήσουν στην προαγωγή θετικών αποτελεσμάτων ή θα
μειώσουν τα αρνητικά (Fergus & Zimmerman, 2005).


Η αναγνώριση και μελέτη της ανθεκτικότητας ως ψυχικού φαινομένου πιθανά ήταν
τυχαίο αποτέλεσμα, που προέκυψε από την μελέτη των επαπειλητικών παραγόντων
που ωθούν στην ανάπτυξη διαφόρων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως
εγκληματικότητα, σοβαρές ψυχικές διαταραχές, αλκοολισμός κ.ά. Κατά τα τέλη της
δεκαετίας του ΄50 και κατά την διάρκεια των δύο επόμενων δεκαετιών αρκετοί
ερευνητές προσανατολίστηκαν στην μελέτη των «προστατευτικών» παραγόντων που
παρουσιάζονται να μεταβάλλουν τις αρχικές (δυσμενείς) προβλέψεις και δίνουν την
δυνατότητα στα άτομα να ανατρέπουν τις συνέπειες των επαπειλητικών παραγόντων .
ma Επιπλέον, ο Μasten ισχυρίστηκε ότι όπως οι κίνδυνοι έχουν προσδιοριστεί ως
αθροιστικοί, οι προστατευτικοί παράγοντες φαίνεται να έχουν το ίδιο σωρευτικό
αποτέλεσμα στις ζωές του ατόμου. Όσο περισσότεροι δηλαδή προστατευτικοί
παράγοντες υπάρχουν στη ζωή ενός παιδιού, τόσο πιο πιθανό είναι να παρουσιάσει
αυτό το παιδί ψυχική ανθεκτικότητα (Kirby & Fraser, 1997; Masten,1994).


    Προστατευτικοί παράγοντες


Μέσα από αρκετές μελέτες οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι
απρόβλεπτη η επίδραση που θα έχει σε διαφορετικά προσωπα η έκθεση στον ίδιο
επικίνδυνο παράγοντα και ότι υπάρχουν άλλες διεργασίες και διαδικασίες που
αντισταθμίζουν την επίδραση που θα έχει στο άτομο ο παράγοντας αυτός. Οι
διεργασίες και διαδικασίες αυτές περιγράφονται µε τον όρο «προστατευτικοί
παράγοντες». Σύμφωνα με τον Rutter (1985) οι προστατευτικοί παράγοντες είναι
εκείνοι οι παράγοντες ή μηχανισμοί που τροποποιούν, περιορίζουν ή διαφοροποιούν
την αντίδραση ενός ατόμου σε ένα δυσμενές γεγονός, το οποίο προδικάζει μια
δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, οι προστατευτικοί παράγοντες
αποτελούν το θετικό πόλο της αντίδρασης των ανθρώπων στο άγχος και τις
αντιξοότητες. Η ευαλωτότητα και η προστασία αποτελούν το θετικό και τον
αρνητικό πόλο της ίδια έννοιας.

Σύμφωνα με την θεωρία του Garmezy (1991) οι προστατευτικοί παράγοντες
χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες και αυτές είναι οι εξής: αρχικά στα ατομικά
χαρακτηριστικά και ιδιότητες (individual attributes), στην συνέχεια στο ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον -υποστηρικτικά συστήματα έξω από την οικογένεια
(supportive systems outside the family) και τέλος , στο υποστηρικτικό οικογενειακό
σύστημα (family qualities).


Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στους ενδογενείς προστατευτικούς παράγοντες που
αφορούν κυρίως το ίδιο το άτομο και περιλαμβάνουν δεξιότητες όπως ικανότητα
λήψεις αποφάσεων, έλεγχος παρορμητικότητας, διεκδικητικότητα, ικανότητα
επίλυσης προβλημάτων, κοινωνικότητα, ικανότητα διαμόρφωσης υγιών
διαπροσωπικών σχέσεων, τον εσωτερικό κεντρικό έλεγχο αλλά και την αίσθηση
χιούμορ. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ,επιπλέον, δεξιότητες όπως η αυτονομία,
ένα ταλέντο, η ικανότητα για μάθηση, οι καλές γνωστικές λειτουργίες, η προσωπική
επάρκεια και ο ευπροσάρμοστος χαρακτήρας. Τέλος, σε συνέχεια των παραπάνω
ικανοτήτων μπορούμε να παραθέσουμε την υψηλή αυτοεκτίμηση, την πίστη , την
θρησκευτική πίστη ,την αισιοδοξία και την ελκυστικότητα προς τους άλλους, την
ύπαρξη νοήματος της ζωής αλλά και την ικανότητα ρύθμισης συναισθημάτων και
συμπεριφοράς (Noltermayer & Bush,2013. Wright & Masten,2005. Zolkoski &
Bullock,2012). Όσον αφορά στις ατομικές διαφορές, ο Richardson (2002) και ο Jones
(2011) αναφέρουν παράγοντες όπως η νοητική λειτουργία, η αποτελεσματική
προσαρμογή, οι στρατηγικές διαχείρισης (είτε με επίκεντρο την επικινδυνότητα -είτε
με επίκεντρο τις δυνατότητες) και η επιμονή. Ο McRae et al. (2012) και ο Gross
(2002) αναφέρουν ότι ένα χαρακτηριστικό που είναι στενά συνδεδεμένο με την
ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα που έχουν κάποια άτομα να ελέγχουν και να έχουν
πρόσβαση στις αρνητικές τους σκέψεις (self- regulation) και να τις αντικαθιστούν με
πιο θετικές. Μάλιστα, βάσει ερευνητικών δεδομένων που προέκυψαν από μελέτη 297
εφήβων έδειξαν ότι τα παιδιά που ανήκαν στην κατηγορία των “ψυχικά ανθεκτικών”
είχαν υψηλότερο αυτοσυναίσθηµα και υψηλότερες βαθμολογίες στις στρατηγικές
επίλυσης προβλημάτων ,σε σύγκριση µε τα παιδιά που ανήκαν στην κατηγορία
“ευάλωτα”.


Σημαντικό είναι να αναφέρουμε κάπου εδώ, ότι με βάση τα λεγόμενα του Luthar
(2006) οι περισσότεροι από τους ατομικούς παράγοντες είναι σε μεγάλο βαθμό
αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του. Αυτή του την                         άποψη αιτιολόγησε με το παράδειγμα ότι οι προσδοκίες αυτό-αποτελεσματικότητας
διαμορφώνονται εν μέρει από εμπειρίες επιτυχούς αντιμετώπισης προκλήσεων, οι
οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο ποσοστό με τις εξωτερικές συνθήκες. Στην συνέχεια ,
όμως, οι υψηλές προσδοκίες αυτό-αποτελεσματικότητας ωθούν το άτομο προς
αναζήτηση ευκαιριών που προσφέρει το περιβάλλον του, να τις εκμεταλλευτεί με
τρόπο που θα του επιτρέψει να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στις προκλήσεις που θα
συναντήσει στο μέλλον , και τέλος να προσαρμοσθεί ( Bandura,1997).
Έτσι, όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς προστατευτικούς παράγοντες, αυτοί
εντοπίζονται στα πλαίσια που ζει το άτομο. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί ειδικοί, η
κοινωνία μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενδυνάμωση της ψυχικής
ανθεκτικότητας του ατόμου. Αρχικά , σε προσωπικό επίπεδο, σχετίζονται με την
ύπαρξη στενών διαπροσωπικών σχέσεων , τον ασφαλή δεσμό με έναν ενήλικα ο
όποιος παρέχει ασφάλεια, φροντίδα, ενδιαφέρον και την σύναψη σχέσεων με άτομα
που μπορούν να λειτουργήσουν ως θετικά πρότυπα όπως ικανοί ενήλικες και προ-
κοινωνικούς και νομοταγείς συνομηλίκους ( μπορεί να είναι και μεγαλύτεροι σε
ηλικία). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζει το δικαίωμα στην μόρφωση –όσον αφορά
τα παιδιά- όλο το πλαίσιο του σχολείου, η παροχή ευκαιριών για συμμετοχή σε
δραστηριότητες με στόχους και νόημα, η ενθάρρυνση για μάθηση και κατάρτιση και
η θέσπιση ρεαλιστικών προσδοκιών για επιτυχή αποτελέσματα. . Οι O’ Dougherty,
Wright και Masten (2006) επικεντρώθηκαν σε χαρακτηριστικά όπως καλή γειτονία ,
χαμηλά επίπεδα βίας, πρόσβαση σε κέντρα ψυχαγωγίας αλλά και στο καλό σύστημα
δημόσιας υγείας, πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως αστυνομίας, πυροσβεστικής και
νοσοκομεία. Tέλος, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την σημασία σαφών ορίων,
την στήριξη για την θέσπιση στόχων και ικανότητα ελέγχου αλλά και την ανάπτυξη
θετικών κοινωνικών αξιών και θετικών μορφών κοινωνικής συμπεριφοράς ,
βασισμένα στην ενσυναίσθηση. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κοινωνική
συνεισφορά και συμμετοχή των ατόμων στην κοινωνία, σύμφωνα με έρευνες,
συνδέεται με υψηλή αυτοπεποίθηση, ενισχυμένη ηθική ανάπτυξη, πολιτικό ακτιβισμό
και την ικανότητα να διατηρούν τα άτομα πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις.
Κατά τον Luthar (2006), λοιπόν το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ένα
παιδί μπορεί να το προστατεύσει από επαπειλητικές συνθήκες, μπορεί όμως και να το
καταστήσει πιο ευπαθές, καθώς μπορεί να το επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, δηλαδή
επηρεάζοντας τους γονείς του.

Καταλαβαίνει κανείς έτσι, ότι από τα σημαντικότερα πλαίσια για την προαγωγή της
ψυχικής ανθεκτικότητας ειδικότερα για τα παιδιά, είναι η οικογένεια και ο ρόλος των
γονέων (Χατζηχρήστου, 2011). Η δύναμη της οικογένειας έγκειται στο ότι μπορεί να
παρέχει ένα σταθερό, υγιές, υποστηρικτικό περιβάλλον στο οποίο οι σχέσεις μεταξύ
των μελών θα διέπονται από σεβασμό, θετικό κλίμα και ενσυναίσθηση. Αυτή η
ποιότητα της σχέσης γονέα-παιδιού ,αλλά και γενικότερα της γονικής φροντίδας
,παρέχει στο παιδί την αίσθηση ότι ο γονέας είναι σε θέση να το προστατέψει από τον
κίνδυνο και παράλληλα μπορεί και πρόκειται να επιβάλει τα όρια, όταν αυτό είναι
αναγκαίο, χωρίς αυτό να σταθεί τροχοπέδη στην καλή σχέση που έχει μαζί
του.(Cavell,2000. Schneider, Cavell & Hughes,2003). Βασικό ρόλο παίζει κάπου εδώ
και η εμπλοκή των γονέων στα σχολικά δρόμενα και την μάθηση, καθώς και το καλό
μορφωτικό τους επίπεδο ,όπως επίσης ίδιας βαρύτητας είναι και το κοινωνικό-
οικονομικό τους επίπεδο. Είναι ιδιαίτερης σημασίας η οικονομική ευημερία σε όλα τα
στάδια ανάπτυξης του ατόμου ,καθώς μια καλή οικονομική κατάσταση ελαχιστοποιεί
τα επίπεδα στρες ,όπου σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Δεν θα
πρέπει να ξεχνάμε ότι γονική επιρροή η οποία βρίσκεται πιο κοντά στο παιδί από
οποιονδήποτε άλλον στο περιβάλλον του και έχει αναπτύξει μια μακροχρόνια
σταθερή σχέση μαζί του ,ακόμα και σε οικογένειες όπου ο ένας γονέας πάσχει από
ψυχική νόσο , ο άλλος μπορεί να παίξει καταλυτικό προστατευτικό ρόλο για τα
παιδιά.


    Προαγωγή ψυχικής υγείας


Η προαγωγή της ψυχικής υγείας δίνει έμφαση στις στρατηγικές που ενθαρρύνουν
την ύπαρξη «πηγών στήριξης» που καλλιεργούν εφόδια στο άτομο προκειμένου να
ανταπεξέρχεται στις αντίξοες συνθήκες. Το περιεχόμενο τους αφορά την πρόληψη
και την εξασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη θετική προσωπική
και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου.

Στην βιβλιογραφία αναφέρονται τρείς κατηγορίες στρατηγικών που χρησιμοποιούνται σε προγράμματα προαγωγής της ψυχικής υγείας ( Masten & Reed, 2002):
Αρχικά οι στρατηγικές που μειώνουν τον αντίκτυπο του παράγοντα επικινδυνότητας
ή μειώνουν την έκθεση του ατόμου σε αυτόν και το άγχος που προκαλεί. Αυτές οι                 στρατηγικές μειώνουν την έκθεση στις αρνητικές, συχνά τραυματικές εμπειρίες που
μπορεί να εκτεθεί ένα παιδί. Παραδείγματα τέτοιων στρατηγικών αφορούν
προγράμματα εκπαδεύσης στους γονείς για την κακοποίηση των παιδιών
,προγράμματα πρόληψης χρήσης ουσιών από εφήβους καθώς και παροχή
προγεννετικής φροντίδας για πρόληψη προβλημάτων τοκετού.


Στην συνέχεια, στρατηγικές οι οποίες ενδυναμώνουν τις ικανότητες και την αυτό-
αποτελεσματικότητα του ανθρώπου. Αυτές οι στρατηγικές στοχεύουν στην αύξηση των
πηγών στήριξης ως προς τον αριθμό των πηγών αλλά και την ευκολία πρόσβασης σε
αυτές. Όπως μέσα από το σχολείο ένας εκπαιδευτής που θα λειτουργεί ως μέντορας
και θα είναι εκεί για την καθοδήγηση του μαθητή. Δημιουργία κέντρων απασχόλησης
για τους νέους αλλά και σχολεία γονέων για ενίσχυση του μορφωτικού επιπέδου.
Και τέλος ,στρατηγικές που συμβάλλουν στη θετική προσαρμογή του ατόμου μέσα
από την ενεργοποίηση των προστατευτικών παραγόντων. Στόχος τους είναι να
ενθαρρύνουν τις θετικές συναισθηματικές σχέσεις και τις νέες ευκαιρίες στη ζωή του
ατόμου που θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή του. Στοχεύουν επιπλέον, στην
ανάπτυξη κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων καθώς και στην ψυχική
ευεξία του προσωπου.

         Συμπεράσματα
Οι σύγχρονες κοινωνίες αλλάζουν συνεχώς, ο ανθρωπος  έρχεται αντιμέτωπος με
μεγάλες δυσκολίες οι οποίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην λειτουργικότητα και
την προσαρμογή του ,απειλώντας την ψυχική του υγεία. Η ύπαρξη δυσκολιών
αυξάνει την πιθανότητα να εκδηλώσει το προσωπο κάποια διαταραχή. Όμως τα ίδια
γεγονότα ζωής ο κάθε ένας τα διαχειρίζεται διαφορετικά. Όσοι τα καταφέρνουν ,παρά
τις αντιξοότητες ,να έχουν μία ομαλή προσαρμογή και να λειτουργούν με επάρκεια
,ονομάζονται «ψυχικά ανθεκτικοί» . Τα προσωπα αυτά κρίνονται στον τρόπο που
αντιμετωπίζουν τα αναπτυξιακά επιτεύγματα του εκάστοτε σταδίου . Οι παραπάνω
φαίνεται να είναι πιο υγιείς, πιο επιτυχημένοι και έχουν ευελιξία στον τρόπο που
σκέφτονται και επιλύουν προβλήματα ,αλλά δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως
«άτρωτοι». Η ψυχική ανθεκτικότητα είναι μία δυναμική αλλά καθόλου στατική
έννοια και αφορά την αμφίδρομη αλληλεπίδραση προστατευτικών και επιβαρυντικών
παραγόντων του ανθρώπου, καθώς και του περιβάλλοντός του. Όλοι οι άνθρωποι εν
δυνάμει έχουν την ικανότητα της ανθεκτικότητας, ενώ μάλιστα οι προστατευτικοί
παράγοντες αποτελούν προϊόν μάθησης. Πρέπει να σημειωθεί πως οι μεταβαλλόμενες
συνθήκες στην πορεία της ζωής είναι ικανές να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την
ψυχική ανθεκτικότητα. Επομένως ,ένα προσωπο μπορεί να είναι ανθεκτικό σε
συγκεκριμένες κρίσιμες χρονικές στιγμές και όχι σε κάποιες άλλες.


     ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 Resilience: Analysis of the concept
JG Dyer, TM McGuinness - Archives of psychiatric nursing, 1996 – Elsevier.
Ανακτήθηκε από
https://www.researchgate.net/profile/Teena_Mcguinness/publication/1430872
2_Resilience_Analysis_of_the_concept/links/5b4df5f945851507a7a74be7/Re
silience-Analysis-of-the-concept.pdf
 Μόττη-Στεφανίδη Φ.(Μάρτιος, 2015). ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΙ ΣΕ ΕΝΑΝ
ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ Προκλήσεις, προσαρμογή και ανάπτυξη.Αθήνα :
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
 Τάνταρος Σ. (Νοέμβριος, 2011) Ανθρώπινη ανάπτυξη και οικογένεια. Αθήνα :
ΠΕΔΙΟ
 Χατζηχρήστου Χ.Γ. (2015). Πρόληψη και Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας στο
Σχολείο και στην Οικογένεια.(1 η έκδ.). Αθήνα : GUTENBERG
 Bandura, A. (1997). Self-efficacy: The exercise of control. New York, NY:
Freeman
 Doll, B., Jones, K., Osborn, A., Dooley, K., & Turner, A. (2011). The promise
and the caution of resilience models for schools. Psychology in the Schools,
48(7)
 Fergus, S., & Zimmerman, M. A. (2005). Adolescent resilience: A framework
for understanding healthy development in the face of risk. Annual Review of
Public Health, 26
 Fraser, M.W. (Ed.) (1997). Risk and resilience in childhood. Washington, DC:
NADW Pressg
 Garmezy, N. (1991). Resilience in children’s adaptation to negative life
events and stressed environments. Pediatric Annals.
 Grotberg, E.(1995). The International Resilience Project: Promoting resilience
in children. ERICDatabase, ED 383424

Luthar, S. S., Sawyer, J. A., & Brown, P. J. (2006). Conceptual Issues in
Studies of Resilience: Past, Present, and Future Research. Annals of the New
York Academy of Sciences
 Masten, A.S. (2001). Ordinary magic: Resilience processes in development.
American Psychologist, 56(3)
 Masten, A. S., & Reed, M. J. (2002). Resilience in Development. In C. R.
Snyder, & S. J. Lopez (Eds.), Handbook of Positive Psychology. New York:
Oxford University Press.
 Moore, J. (2013). Resilience and At-Risk Children and Youth. USA: National
Centre for Homeless Education, University North Carolina.
 Richardson, G. E. (2002). The metatheory of resilience and resiliency. Journal
of Clinical Psychology.
 Rutter, M. (1987). Psychosocial resilience and protective mechanisms.
American Journal of Orthopsychiatry.
 Rew, L., & Horner, S. D. (2003). Youth resilience framework for reducing
healthrisk behaviors in adolescents. Journal of Pediatric Nursing, 18(6)
 Zolkoski, S. M., & Bullock, L. M. (2012). Resilience in children and youth: A
review. Children & Youth Services Review



ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ

Θα μας ενδιέφερε η άποψή σας για το παραπάνω κείμενο.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

Tο gonis.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το gonis.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.